Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το γεμάτο ποτήρι

  • 1 полный

    полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα
    * * *
    1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρης

    по́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι

    зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη

    2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)
    3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος
    ••

    по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα

    Русско-греческий словарь > полный

  • 2 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 3 целый

    επ., βρ: цел, цела, цело.
    1. άθικτος, άγγιχτος, απείραχτος, αναρχίνητος• ολόκληρος•

    отрежь от -ого хлеба κόψε από το αναρχίνητο ψωμί.

    || πλήρης, γεμάτος•

    целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί.

    2. ολάκερος, ολόκληρος•

    -ая жизнь ολάκερη ζωή•

    -ая семья ολόκληρη οικογένεια•

    целый город ολόκληρη πόλη•

    час, день ολόκληρη ώρα, μέρα•

    -ые дниино-чи ολόκληρα μερόνυχτα•

    -ое стадо ολόκληρο κοπάδι• целый целый ящик, мешок ολόκληρο κιβώτιο, τσουβάλι•

    это целый -ая наука αυτό είναι ολόκληρη επιστήμη•

    в -ом мире σ ολόκληρο τον κόσμο.

    3. ουσ. -ое ουδ. το όλο, το σύνολο•

    единое -ое ενιαίο όλο.

    4. αβλαβής, άθικτος• απείραχτος, άγγιχτος• ακέραιος•

    стакан упал, но остался цел το ποτήρι έπεσε, όμως δεν έπαθε τίποτε (δεν έσπασε)•

    все вещи целы όλα τα πράγματα είναι άθικτα.

    5. (μαθ.) ακέραιος•

    -ое число ο ακέραιος αριθμός.

    ουσ. ο ακέραιος (αριθμός).
    εκφρ.
    целый и невредим ή цел и невредим – σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > целый

  • 4 целый

    цел||ый
    прил
    1. (неповрежденный) άθικτος:
    остаться \целыйым и невредимым μένω σώος καί ἀβλαβής·
    2. (весь целиком) ὁλόκληρος, ὁλάκερος/ ἀκέραιος (нетронутый)! γεμάτος (полный):
    \целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί· на тарелке осталась \целыйая бу́лка στό πιάτο Εμεινε ἕνα ὀλο-κληρο φραντζολάκι· \целый город ὀλοκληρη ἡ πόλη· \целый день ὁλάκερη μέρα· по \целыйым леделям ἐπί ὁλόκληρες ἐβδομάδες· в \целыйом мире не найти ἀλλοῦ πουθενά δέν θά βρής· \целый ряд вопросов ὀλοκληρη σειρά ζητημάτων.

    Русско-новогреческий словарь > целый

  • 5 чаша

    ча́ш||а
    ж ἡ κούπα, τό μπολ, ὁ κύαθος, τό κύπελλοΜ, ὁ κύλιξ· ◊ У них дом \чаша полная \чаша τό σπίτι τους εἶναι γεμάτο ἀπ' ὅλα τα καλά· испить \чашау до дна πίνω τό ποτήρι μέχρι τρυγός· \чаша (терпения) переполнилась τό ποτήρι (τής ὑπομονής) ξεχείλισε.

    Русско-новогреческий словарь > чаша

См. также в других словарях:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που …   Dictionary of Greek

  • κράσος — ο 1. κρασί και ιδίως το δυνατό 2. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κομμάτι: κόμματος, κεφάλι: κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • πρόποση — η / πρόποσις, όσεως, ΝΑ [προπίνω] το να πίνει κανείς ποτό εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου νεοελλ. (λαογρ.) η ευχή που συνηθίζουν να δίνουν κατά τις συνεστιάσεις στον νοικοκύρη ή στα μέλη τής οικογένειάς του ή στους συνδαιτημόνες, υψώνοντας ένα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»